- λίμπα
- (I)το(ξυλολ.)διεθνής κοινή ονομασία ξύλου εξαιρετικής ποιότητας, που παράγεται από το δέντρο Terminalia superba.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limba, πιθ. < εθνικό όνομα τής δυτικής Αφρικής].————————(II)επίρρ. άνω-κάτω («τά έκανε λίμπα» — τά έκανε όλα άνω-κάτω, κατέστρεψε τα πάντα, τά έσπασε όλα).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. limba «σκάφη, βάρκα». Κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. limbo. Ο τ., που έχει σχέση με τη θάλασσα (πρβλ. λίμπο), χρησιμοποιήθηκε πιθ. μεταφορικά για να δηλώσει την αναταραχή και την καταστροφή που συμβαίνει πολλές φορές στα πλοία].
Dictionary of Greek. 2013.