λίμπα

λίμπα
(I)
το
(ξυλολ.)
διεθνής κοινή ονομασία ξύλου εξαιρετικής ποιότητας, που παράγεται από το δέντρο Terminalia superba.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limba, πιθ. < εθνικό όνομα τής δυτικής Αφρικής].
————————
(II)
επίρρ. άνω-κάτω («τά έκανε λίμπα» — τά έκανε όλα άνω-κάτω, κατέστρεψε τα πάντα, τά έσπασε όλα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. limba «σκάφη, βάρκα». Κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. limbo. Ο τ., που έχει σχέση με τη θάλασσα (πρβλ. λίμπο), χρησιμοποιήθηκε πιθ. μεταφορικά για να δηλώσει την αναταραχή και την καταστροφή που συμβαίνει πολλές φορές στα πλοία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμπά — τα (Μ λιμπά) οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. λιμβός (Ι) «λαίμαργος» και το ρ. λιμπίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”